ἀνάκλιντρα

ἀνάκλιντρα
ἀνάκλιντρον
head-rest
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • ανάκλιντρο — Κάθισμα ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται για κατάκλιση. Τα α. έχουν ποικιλία σχημάτων και υλικών. Στην αρχαιότητα τα α. είχαν προσκέφαλο για να κρατιέται το κεφάλι ψηλά και ήταν απαραίτητα καθίσματα στα συμπόσια. Μετά την Αναγέννηση,… …   Dictionary of Greek

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • ενδεκάκλινος — ἑνδεκάκλινος, ον (Α) (σκωπτικώς) αυτός που έχει τόσο μεγάλο κεφάλι ώστε χρειάζεται ένδεκα ανάκλιντρα για να ξαπλώσει …   Dictionary of Greek

  • εννεάκλινος — ἐννεάκλινος, ον (Α) αυτός που έχει εννέα ανάκλιντρα ή κλίνες τού δείπνου («καὶ ἐννεάκλινοι οἶκοι ἦσαν παρὰ τοῑς παλαιοῑς», Φρύν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + κλίνη] …   Dictionary of Greek

  • επτάκλινος — ἑπτάκλινος, ον (Α) [κλίνη] αυτός που έχει επτά κλίνες ή ανάκλιντρα (α. «οἶκος ἑπτάκλινος», Ξεν. β. «κοιτών ἑπτάκλινος», Καλλίξ.) 2. φρ. «θές ἑπτάκλινον» τοποθέτησε καθίσματα για εφτά 3. μέτρο εμβαδού …   Dictionary of Greek

  • κλινοκοσμώ — κλινοκοσμῶ, έω (Α) 1. τακτοποιώ τα ανάκλιντρα για το δείπνο 2. μτφ. μιλώ διαρκώς για την τακτοποίηση τών δειπνητικών κλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κοσμῶ (< κόσμος)] …   Dictionary of Greek

  • κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …   Dictionary of Greek

  • πολύκλινος — ον, Α (για οικία) αυτός που έχει πολλές κλίνες ή πολλά ανάκλιντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλινος (< κλίνη), πρβλ. ομό κλινος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”